απημαντος

απημαντος
    ἀπήμαντος
    ἀ-πήμαντος
    2
    1) невредимый
    

(πέμπειν τινὰ οἴκαδ΄ ἀπήμαντον Hom.)

    2) беспечальный, безмятежный
    

(βίοτος Pind.)

    3) целебный, благотворный
    

(σθένος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απημαντος" в других словарях:

  • απήμαντος — ἀπήμαντος κ. ἀπήματος, ον (AM) αυτός που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά ή ζημιά αρχ. αυτός που δεν προξενεί κανένα κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πημαίνω < πήμα «συμφορά, δυστυχία»] …   Dictionary of Greek

  • ἀπήμαντος — unharmed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπημάντως — ἀπήμαντος unharmed adverbial ἀπήμαντος unharmed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπήμαντον — ἀπήμαντος unharmed masc/fem acc sg ἀπήμαντος unharmed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπημάντοις — ἀπήμαντος unharmed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπημάντου — ἀπήμαντος unharmed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπημάντους — ἀπήμαντος unharmed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπημάντῳ — ἀπήμαντος unharmed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπήμαντα — ἀπήμαντος unharmed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπήμαντοι — ἀπήμαντος unharmed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπήματος — εὐπήματος, ον (Α) (πιθ. εσφ. γρφ. τού ἀπήμαντος) αυτός που μπορεί να βλαφθεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πημαίνω «βλάπτω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»